- ἄκοπον
- ἄκοποςunweariedmasc/fem acc sgἄκοποςunweariedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκοπος — (I) η, ο (Α ἄκοπος, ον) (και άκοβος, η, ο) αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.) 2. όποιος δεν… … Dictionary of Greek
безтроудьныи — (1*) пр. Не требующий усилий, труда: и внидемъ в жизнь вѣчную. въ беструдныи покои. (εἰς ἄκοπον ἀνάπαυσιν) ФСт XIV, 104в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
нераздьранъ — (1*) пр. Целый, не рваный: и тако просѧщю ризы нераздраны. и мѧккы и тонкы на времѧ жатвеное. клобука же неветъха и добропосивна. (ἄκοπον) ФСт XIV, 194а. Ср. раздьраныи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χλωράκοπον — τὸ, Α είδος πράσινου εμπλάστρου για την ανακούφιση από τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + ἄκοπον «δυναμωτικό»] … Dictionary of Greek